σουβλάω
Смотреть что такое "σουβλάω" в других словарях:
σουβλίζω — και σουβλάω( ώ) και σουγλώ και σουγλίζω σούβλισα, σουβλίστηκα, σουβλισμένος 1. διατρυπώ με σουβλί. 2. περνάω τη σούβλα μέσα από κάποιο σώμα: Σούβλισε το αρνί. – Οι Τούρκοι σούβλισαν τον Αθανάσιο Διάκο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)